γλωσσίτιδα

γλωσσίτιδα
Φλεγμονή της γλώσσας. Μπορεί να προκληθεί από τραύμα (π.χ. από δόντια που προεξέχουν ανώμαλα ή είναι σπασμένα), επιμόλυνση, αβιταμίνωση, υποσιτισμό κλπ. Πολλές παθήσεις εσωτερικών οργάνων μπορούν να διαγνωστούν από αλλοιώσεις του βλεννογόνου της γλώσσας, όπως η οστρακιά, ασθένειες του εντέρου, του αίματος κ.ά. Ανάλογα με την πορεία της ασθένειας διακρίνουμε την οξεία και τη χρόνια γ. Από γ. υποφέρουν συχνά τα βοοειδή και τα άλογα.
* * *
η
φλεγμονή τής γλώσσας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλωσσίτης — ο 1. η γλωσσαλγία 2. η γλωσσίτιδα …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”